Μεταξύ θεατρικής κριτικής, αξιολόγησης δηλαδή του έργου τέχνης και καλλιτεχνών θεωρητικά υπάρχει μία υγιής και δημιουργική σχέση. Εντούτοις, πολλές φορές εκλαμβάνομαι ότι αυτό τείνει να έχει μόνο δεοντολογικό χαρακτήρα˙ να ανήκει, δηλαδή, στα ζητούμενα «πρέπει» χωρίς να υλοποιείται ουσιαστικά.
Δυστυχώς, η κριτική στο θέατρο βάλλεται από πολλούς παράγοντες και καταλήγει να βρίσκεται απέναντι του καλλιτέχνη ως εχθρός και αντίζηλος. Σαφέστερα, οι καλλιτέχνες πολλές φορές όντας ματαιόδοξοι αρνούνται εκ των προτέρων και
τυφλά την κριτική, η οποία όμως είναι διαβεβαιωμένο ότι θα γίνει (εάν όχι από τον
επαγγελματία κριτικό σίγουρα από κάθε άλλο θεατή).
Παράλληλα, όμως, και από μέρους των κριτικών, υπάρχει μία προκατάληψη και στενότητα αντιλήψεων, καθώς κρίνουν έχοντας προδιαγεγραμμένα σχήματα και χάρτες στο νου τους. Ο προβληματικός διάλογος μεταξύ εκείνου που αξιολογεί και του καλλιτεχνικού δημιουργού έγκειται στο γεγονός ότι ο πρώτος δεν διαθέτει πάντοτε την δυνατότητα ευελιξίας και προσαρμογής σε κάθε παράσταση.
Κρίνει, δηλαδή, το εάν ανταποκρίθηκαν σε όσα ο ίδιος βρίσκει «σωστά» και όχι όσα αναπαρίστανται επί σκηνής. Επιπλέον, οι φιλονικίες υφίσταται και εντός του μη ετερόκλητου κύκλου, των κριτικών μεταξύ τους δηλαδή. Κάπως έτσι, φτάνουμε στην λεγόμενη «κριτική της κριτικής» και στην αυτοαναφορικότητα εκείνου που αξιολογεί ένα έργο τέχνης. Κατά την γνώμη μου, οφείλουμε να κρίνουμε όχι μόνο τους καλλιτέχνες, αλλά και τους κριτικούς προκειμένω να εντοπιστούν τα κριτήρια μέσω των οποίων εκφράζονται και το κατά πόσο τα ίδια είναι δίκαια και ανιδιοτελή.
Επρόκειτο, σίγουρα, για ένα ακανθώδες ζήτημα καθώς έχει χαρακτηριστεί από συνεχείς
αντιδικίες μεταξύ συναδέλφων και στην χειρότερη περίπτωση φτάνει μέχρι και την προσωπική σπίλωση προσωπικοτήτων. Ως εκ τούτου, πιστεύω, ότι η κριτική της κριτικής- και όχι της παράστασης, του καλλιτέχνη- αποτελεί με την σειρά της μία άλλη μορφή κριτικής, η οποία οφείλει να διατηρεί τον πρέποντα χαρακτήρα, ύφος και ήθος.
Ο κριτικός τόσο για τον καλλιτέχνη, όσο και τον
συνάδελφό του μπορεί να υποστηρίξει και να μνημονεύσει τα πάντα (αυτή, άλλωστε, είναι και η γοητεία της δημοκρατίας) αρκεί να διατηρείται ένα ήπιο, κόσμιο, ευγενικό ύφος και προπαντώς τεκμηρίωση των λεγομένων από την οποία αποδεικνύεται η αδυναμία ή ανεπάρκεια του εκάστοτε συναδέλφου κριτικού.
Μόνο τότε φέρει θετικά και ενοποιητικά αποτελέσματα˙ μόνο
τότε είναι θεμιτή. Γιατί, τελικά, η ανωτερότητα και η ποιότητα του κριτικού, η βασιζόμενη στο ήθος αποτελούν τεκμήρια της ποιότητας του νου του και της δυνατότητάς του να διακρίνεται από ισχυρό αισθητικό και κριτικό κριτήριο. Επιπρόσθετα, σε αυτόν τον προβληματικό διάλογο ευθύνεται και ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιείται η εκάστοτε κριτική από τους θιασάρχες και παραγωγούς.
Σε σχέση με αυτό, παρατηρείται μία κατάχρηση της ευμενούς κριτικής, άνευ του ίδιου του συγγραφέα. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που απομονώνονται οι ευνοϊκοί σχολιασμοί του κριτικού υποκειμένου για τον καλλιτέχνη. Κοντολογίς, δεν μνημονεύεται ολόκληρο το κείμενο, με αποτέλεσμα να παραφράζονται τα λεγόμενα του κριτικού και τελικά να δημιουργείται η ψευδής εντύπωση ότι αναφέρθηκαν μόνο ευνοϊκά και καλοπροαίρετα σχόλια από μέρους του ίδιου.
Ουσιαστικά, επρόκειτο για μία εκμετάλλευση του κριτικού από τους θιασάρχες, η οποία αποδεικνύει ότι ο πρώτος φέρει δύναμη και δύναται να εξαργυρώσει εισιτήρια μέσω της κριτικής του αποδοχής. Βέβαια και η θεατρική κριτική έχει σφάλει. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν έχει τις δυνατότητες να ανοίξει δρόμους, για να λύσει παρερμηνείες και παρεξηγήσεις. Χαρακτηρίζεται και αυτή από ετερόκλητους υποστηρικτές.
Πέραν των δογματικών περιπτώσεων, υπάρχουν και
εκείνοι που αποτελούν πρότυπα πνευματικού ανθρώπου και γνώστες θεατρολογικών ζητημάτων. Το θέμα, επομένως, είναι να εντοπίσουμε τα προβλήματά της για να μπορέσουμε εν συνεχεία να τα αποκαταστήσουμε και να τα θεραπεύσουμε. Επιπλέον, κατά την γνώμη μου, καίριος παράγοντας που ορίζει και διαμορφώνει καταλυτικά την θεατρική κριτική αποτελεί ο φορέας στον οποίο η ίδια πλαισιώνεται.
Ειδικότερα, η εισαγωγή της ίδιας στον τύπο- ναι μεν μεταμορφώνει το θεατρικό κείμενο σε
είδηση- συνάμα, όμως, δίνει το δικαίωμα στον καλλιτέχνη να μιλάει, όχι με το έργο του, αλλά για το έργο του. Αυτό κάθε άλλο αντικειμενικό δεν είναι. Αντίθετα, προκαλεί συγχύσεις και υποκαθιστά το ευφυές και οξυδερκές μάτι του αδέκαστου κριτικού. Το θέατρο που κανονιστικά και παραδοσιακά έχει έναν πνευματικό και πολιτιστικό χαρακτήρα μετατρέπεται σε ένα καταναλωτικό προϊόν μέσω της λάμψης, που μεταφράζεται με όρους υλιστικότητας.
Μέσα σε αυτό, οι καλλιτέχνες πέφτουν στην παγίδα του πρωταγωνιστή και της βεντέτας, με αποτέλεσμα να αυτο-αξιολογούνται πλέον. Έτσι εύλογα ερωτάται εάν έχουν αυτό το δικαίωμα. Η απάντηση είναι ξεκάθαρη: Σαφώς και το έχουν! Απλώς θίγονται ερωτηματικά για την ποιότητα αυτής της αυτοκριτικής, καθώς είναι πολύ εύκολο η άλλοτε ονομαζόμενη αυτο-αξιολόγηση του καλλιτέχνη να μετατραπεί σε διαφήμιση, σε «πλασάρισμα» του έργου και του εαυτού του.
Το θέμα της αυτοκριτικής, όμως, δεν αποφαίνεται προβληματικό μόνο στην περίπτωση
του ερμηνευτή. Παρατηρείται, επιπλέον, και στον συγγραφέα, στον κατεξοχήν δηλαδή
δημιουργό του έργου. Και σε αυτήν την περίπτωση, τίθεται υπό αμφισβήτηση το κατά πόσο ο συγγραφέας μπορεί να μιλήσει για το έργο του, αν και είναι πατέρας του ίδιου. Ορίζω αυτές τις ενστάσεις, διότι η συγγραφή ενός θεατρικού κειμένου δεν αφορά επιστημονικό λόγο, αλλά έργο με κατά βάσει λογοτεχνική ιδιότητα.
Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μία συνεχόμενη επίκληση στο συναίσθημα μέσω του γοήτρου που φέρει η ηθογραφική προσέγγιση των ηρώων και η υπόθεση. Η συγγραφή ενός θεατρικού έργου αποτελεί μία κατάθεση ψυχής που δεν μπορεί να υπερβεί και να ξεπεράσει το προσωπικό στίγμα, διότι κάθε θεατρικός συγγραφέας είναι αυτοβιογραφικός.
Επομένως, ο δημιουργός δεν είναι εύκολο να ανακαλύψει όλες τις αξίες του έργου του, γιατί είναι δρον μέρος αυτού και όχι ένας εξωτερικός, ψυχρός παρατηρητής που έχει αποβάλλει το συναίσθημα και τις αυτοβιογραφικές καταβολές που έχουν γεννήσει το «πνευματικό παιδί» του.
Αυτός αντιθέτως είναι ο κριτικός, που με γνώμονα την τεκμηρίωση, την απόδειξη και την
δυνατότητα ενσυναίσθησης καλείται να ερμηνεύσει το έργο- όχι του εγώ- αλλά του άλλου. Δεν είναι λίγες φορές που η κριτική αποκάλυψε στοιχεία που ο δημιουργός ούτε καν είχε υποψιαστεί. Με βάσει, λοιπόν, τα προαναφερόμενα μήπως πρέπει να αναθεωρηθούν και να επαναξιολογηθούν κάποιες αδιάλλακτες, αρνητικές απόψεις για τους θεατρικούς κριτικούς;
Έχουμε σκεφτεί όλες τις συνέπειες που έχει η απομάκρυνση και ο παραγκωνισμός του κριτικού λόγου; Εάν δεν υπάρχει αξιολόγηση του επαΐοντα και του γνώστη του αντικειμένου μήπως οδηγούμαστε σε εσφαλμένη αντίληψη της κουλτούρας και της τέχνης; Μήπως τα αντικαθιστούμε, πλέον, από τις δημόσιες σχέσεις; Το ζήτημα, όμως, της κριτικής και του ποιος τελικά δικαιούται να την ασκήσει δεν
τελειώνει εδώ.
Συγχύσεις υπάρχουν και στην περίπτωση του υποκριτικού μοντέλου. Ο ηθοποιός δεν είναι αυτόνομα μία πλαστελίνη στα χέρια του σκηνοθέτη, αλλά μία φιγούρα που πλάστηκε
από το ευρύτερο περιβάλλον κατά την διάρκεια των προβών. Ως εκ τούτου, ο θεατής θα
μπορέσει να ερμηνεύσει αυτό το υποκριτικό μοντέλο εάν και εφόσον μπορέσει να διαβάσει την σκηνοθετική γραμμή της παράστασης όταν ακόμη ήταν θεατής της ίδιας με επιτόπια παρουσία.
Το θέμα, όμως, είναι εάν μπορεί να την αντιληφθεί μόνος του και ολοκληρωτικά. Εάν αυτό δεν γίνει, δεν θα μπορέσει να κατανοήσει ούτε και τις δηλώσεις του σκηνοθέτη, την
προαναφερόμενη δηλαδή καλλιτεχνική αυτοαξιολόγηση. Επομένως, για άλλη μία φορά
τονίζεται η σημαντικότητα ύπαρξης μίας άλλης κριτικής˙ της ακαδημαϊκής, θεατρολογικής και όχι της αυτοαξιολογούμενης από τους ίδιους τους δημιουργούς ή εκείνης που λαμβάνει περιγραφικό και δημοσιογραφικό χαρακτήρα.
Εν κατακλείδι, παρατηρείται ότι η κριτική των ερμηνευτών, συγγραφέων, σκηνοθετών
για το έργο είτε των ιδίων είτε άλλων είναι μία φωτογραφική, επιφανειακή προσέγγιση που
διακρίνεται από ειδησεογραφικό χαρακτήρα και όχι θεατρολογικό. Δεν εξετάζεται, δηλαδή, ο τρόπος με τον οποίο δημιουργείται και γεννιέται ένα έργο, ούτε και το παραστασιακό
αποτέλεσμα αλλά τονίζονται περισσότερο η ευθύνη και το πάθος των παραγόντων μέσα στο κυρίαρχο ζητούμενο της διαφήμισης και του φαιδρού ερωτήματος: «ποιο είναι το επόμενο σας βήμα;».
Κατά την γνώμη μου, ο χαρακτήρας κάθε θεατρικής κριτικής- είτε αυτή πηγάζει από
τον δημιουργό, καλλιτέχνη είτε από τον «επαγγελματία κριτικό»- δεν πρέπει να προκατασκευάζει την κοινή γνώμη, αλλά να την ερμηνεύει όταν πλέον έχει παιχτεί το έργο, όταν δηλαδή έχει ολοκληρώσει τον κύκλο του. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση χρησιμοποιείται ένας ψεύτικος κριτικός καθρέπτης, που δεν ερμηνεύει, δεν καθοδηγεί αλλά προκατασκευάζει, προ- διαμορφώνει την κοινή γνώμη.
Ταυτόχρονα, είναι μία αντιθεατρική κριτική που έχει ως γαρνιτούρα άσχετα θέματα μωρολογικού, συνήθως, χαρακτήρα. Φτάνουμε στο σημείο, να
ακούμε στα πλαίσια μίας καλλιτεχνικής συνέντευξης λεπτομέρειες για την προσωπική ζωή του ηθοποιού. Αυτή την κριτική δεν την θέλουμε και εσφαλμένα την ονομάζουν ως τέτοια, διότι σπιλώνει την ορθή!
Ως εκ τούτου, η τυπική θεατρική κριτική του εκτενούς γραπτού λόγου είναι η μοναδική
που δύναται να θεραπεύσει και εάν όχι να μειώσει αυτόν τον προβληματικό διάλογο των
διάφορων, θεατρικών φορέων και εν συνεχεία να αντιπαλέψει τους εχθρούς της κριτικής. Να αμυνθεί με ορθολογιστικά επιχειρήματα, που χαρακτηρίζονται από κόσμιο ύφος και δέον λεξιλόγιο.
Να ορίσει πραγματικά και τεκμηριωμένα το πλεονέκτημα του καλλιτέχνη αλλά και
το σφάλμα του, καθώς ο λόγος της δεν αποτελεί ούτε υμνολογία, ούτε καταδίκη. Ταυτόχρονα, οφείλει να κρίνει κόσμια, ήπια, επιστημονικά δηλαδή και τα λάθη των μεγαλόστομων συνάδελφων κριτικών, που -όχι λίγες φορές- αγαπούν το δήθεν και υποδύονται σύγχρονους Αριστοτέληδες κάνοντας κατάχρηση και εκμετάλλευση της κριτικής τους ιδιότητας, προβάλλοντας τους εαυτούς τους ως παντογνώστες.
Αφήστε μια απάντηση