LifeSteps.gr

Κυριακή

Κυριακή

Κυριακή πρωί. Ένα κυριακάτικο πρωινό σαν όλα τ’ άλλα. Εγώ κι ο συγκάτοικος και σκύλος μου, ο Κανέλος, ξεκινήσαμε την πάντα μεγάλη και απρόβλεπτη κυριακάτικη μας τσάρκα. Πετράλωνα – Φιλοπάππου – Πλάκα – Μοναστηράκι – Θησείο και πάλι πίσω. Η αγαπημένη του. Η αγαπημένη μας.

Καλημερίσαμε όπως πάντα τον μανάβη, πήραμε μεζέ για τον δρόμο απ’ την κυρία Μαρουδιά. Χαμογελάσαμε όλο νόημα στον νέο γείτονα στο απέναντι ισόγειο και προχωρώντας εγώ του έριξα μια κλεφτή ματιά να δω αν συνεχίζει να με κοιτάζει. Αφού η ιεροτελεστία μας τελείωσε και φεύγαμε πλέον από την γειτονιά μας, οι φωνές στο κεφάλι μου άρχισαν τα ίδια.

-Κοντεύεις τα τριάντα. Και τι κατάφερες; 600 ευρώ το μήνα. Γυρνάς με το ποδήλατο στην πόλη. Oύτε ένα αμάξι δεν έχεις καταφέρει να αγοράσεις. Το μεταπτυχιακό τι το ήθελες; Πάνε κι αυτά που είχες στην άκρη. 20 του μήνα και δεν έχεις μία. Τι θα φάει ο Κανέλος; Πάλι μακαρόνια; Και κάπου εκεί οι σκέψεις μου διακόπτονται. Όχι! Η σπιτονοικοκυρά μου! - Καλημέρα Κωνσταντίνα. – Καλημέρα κυρία Ιουλία. Έχεις ξεχάσει να μου φέρεις τα κοινόχρηστα. Σε παρακαλώ! Σήμερα. – Μάλιστα κυρία Ιουλία, σήμερα.

Με σκυμμένο πλέον το κεφάλι κι οι φωνές να μην σταματούν να με κατηγορούν ανελέητα, φτάνουμε στο Φιλοπάππου. – Έλα Κανελόνι μου τρέξε ελεύθερος για λίγο! Οι Κυριακές είναι τέλειες στο Φιλοπάππου. Εμείς οι "σκυλογονείς" και "σκυλοσυγκάτοικοι" φέρνουμε τους τετράποδους συνοδοιπόρους μας που τόσο αγαπάμε, ενώ τους κρατάμε δέσμιους, να τους προφέρουμε μερικές ώρες ελευθερίας. Τι να κάνεις όμως που αυτή την αγάπη μάθαμε κι εμείς! Αυτή που όσο πιο πολύ αγαπάς τόσο πιο πολύ σφίγγεις τον άλλο.

Αφού ο Κανέλος επέστρεψε με προθυμία στα δεσμά του κατευθυνθήκαμε προς την Πλάκα. Το μόνο μέρος στην Αθήνα που οι φωνές σωπαίνουν. Το μυαλό μου αδειάζει και το χαμόγελο επιστρέφει. Σαν ο χρόνος να παγώνει για λίγο. Από μικρή λάτρευα την Πλάκα. Με πήγαινε η γιαγιά μου εκεί. Με πήγαινε και μου αγόραζε λουκουμά. Και πάντα, μα πάντα της έλεγα με το στόμα γεμάτο και ζάχαρη στην μύτη. -Γιαγιούλα μου, όταν μεγαλώσω εδώ θα είναι το σπίτι μου. Θα έχει μεγάλη αυλή με πολλά λουλούδια και σκυλιά. Και θα τους δίνω λουκουμάδες κι ας χαλάνε τα δόντια.

Φτάσαμε Μοναστηράκι, μια περιοχή που οι εσωτερικές φωνές των ανθρώπων σε ξεκουφαίνουν. Μέσα σε όλη αυτή την φασαρία και τον αχό της πόλης το βλέμμα μου έπεσε σε μία κοπέλα. Μία κοπέλα με τέλεια ρούχα, τέλεια μαλλιά, τέλειο πρόσωπο. Κράταγε ένα απίστευτα λαχταριστό χωνάκι με τρείς μπάλες παγωτό. Φιστίκι, φράουλα και σοκολάτα, δύο πουράκια και μπόλικη χρωματιστή τρούφα.

Στην απέναντι πλευρά του στενού στεκόταν ένας νέος. Ίσως το αγόρι της. Ίσως απλώς φίλος. Την έβγαζε φωτογραφίες κι εκείνη όλο και πόζαρε και συχνά έδειχνε την σύγχυσή της με τους περαστικούς που πέρναγαν ανάμεσα και τους χαλούσαν την φωτογράφιση. Κάποια στιγμή η κοπέλα αναφώνησε. -Όχι ρε συ! Τι την ήθελα την φράουλα; Δεν ταιριάζει με το παλτό μου!

Φτάναμε πλέον στο Θησείο. Η βόλτα μας κόντευε σχεδόν δυόμιση ώρες. Οι φωνές είχαν κουραστεί να με κατηγορούν. Μόνο ένα πράγμα τριβέλιζε πλέον το μυαλό μου. Τι σου είναι αυτές οι φωνές; Πως μας καθορίζουν; Πως η ανάγκη μας να είμαστε αυτό που επιθυμεί μια κοινωνία που όλο τρέχει, μας διαλύει; Πόσο ελεύθεροι είμαστε;

Kαι κάπου εκεί γι’ άλλη μια φορά ο συλλογισμός μου διακόπηκε. -Κωνσταντίνα! Ήταν η κολλητή μου με την Λουΐζα – την βιολογική μαμά του Κανέλου. -Πάμε σπίτι της είπα. – Θα φάμε μακαρόνια και θα φτιάξουμε λίγα παραπάνω για τα σκυλιά. Φτάσαμε Πετράλωνα. Φάγαμε όλοι μαζί. Κυριακή μεσημέρι.

Exit mobile version